ἀμετακίνητοι

ἀμετακίνητοι
ἀμετακίνητος
not to be moved from place to place
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • непреклоньныи — (15) пр. 1.Непреклонный, непоколебимый, твердый: съмыслъмь непреклоньномь. все ѥго искѹшениѥ доблимъ. ѿвращьшемъ. (γενναιότητι) ЖФСт XII, 91; извѣщьшюю ѥ помыслы непрѣклоньныими. (ἀκλινέσιν) КЕ XII, 56б; ѡ воли непреклоньнѣи. Мин XII (июль), 115… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”